Book Appointment

Εργασιακά Δικαιώματα: Τι Πρέπει να Γνωρίζουν Εργοδότες και Εργαζόμενοι

Οι σχετικές αρχές συγκεφαλαιώθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ελένη Κατσουνάρη ν Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Γενικού Εισαγγελέα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 57/2012, ημ. 27.02.2018, ECLI:CY:AD:2018:A93, όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του πηγάζει από το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου.  Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας [.] Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsel on Torts, 14η έκδοση, παραγ. 965-971, σελ. 578-592.

Στην υπόθεση ΑΗΚ ν. Χριστοφόρου, Πολ. Εφ. 82/10, 82Α/10 ημερ. 5/2/15, αναφέρθηκαν τα εξής ως προς την υποχρέωση του εργοδότη παροχής ασφαλούς χώρου και συστήματος εργασίας:

«Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας, οι συσχετισμοί τους με τα εργατικά ατυχήματα, η ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του, το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης, η υποχρέωσή του να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενό του σε «περιττό κίνδυνο» και να παρέχει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας, το καθήκον του για παροχή ασφαλούς συστήματος διεξαγωγής εργασίας και η υποχρέωση του να καθοδηγεί τους εργοδοτούμενούς του ως προς τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνουν για αποφυγή ατυχημάτων, έχουν γίνει αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. […].

Αναφέρονται τα ακόλουθα στην απόφαση Κυριάκου (ανωτέρω):

«Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα του εργοδότη, που είναι απόλυτο, απέναντι στους υπαλλήλους του, είναι να τους παρέχει ασφαλή τόπο ή ασφαλές σύστημα εργασίας. Η τάση της νομολογίας τα τελευταία χρόνια ήταν η πλήρης εμπέδωση αυτής της προστασίας των εργαζομένων. Άλλωστε όπως τόνισε ο Πικής, Δ., στην υπόθεση United Brick Works Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 ΑΑΔ 123:

«Στην Κύπρο η προστασία των εργαζομένων αποτελεί διακηρυγμένο συνταγματικό στόχο (Άρθρο 9) στο πλαίσιο εξασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που αναμφίβολα περιλαμβάνουν και την ασφάλειά του στον τόπο της εργασίας του.”

Στην Αγγλία, όπου επικρατεί η ίδια τάση, ερμηνεύοντας σχετική νομοθετική πρόνοια στην υπόθεση Larner v. British Steel plc (1993) ICR 551, το δικαστήριο έκρινε ότι το καθήκον του εργοδότη, που επέβαλλε η παραπάνω πρόνοια, ήταν να προσφέρει και διατηρεί ασφαλή χώρο εργασίας από κινδύνους, ανεξάρτητα αν αυτοί μπορούσαν να προβλεφθούν ή όχι. Η απόφαση επικροτήθηκε στην υπόθεση Mains ν. Uniroyal Englebert Tyres Ltd, ημερ. 1/6/95, από το Court of Session (Εφετείο Σκωτίας). Έτσι η προβλεπτικότητα δε θεωρήθηκε απαραίτητο κριτήριο.»».

Ενώ στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αλεξάνδρου ν. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 506, στην οποία αναφορά είχε γίνει και στην Κατσουνάρη (ανωτέρω) αναλύθηκε, με αναφορά στο σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η έκδοση, παράγραφοι 10-59 και 10-60, η έννοια του συστήματος εργασίας ως εξής:

 «“Έννοια του συστήματος εργασίας. Ένα σύστημα εργασίας είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή: (i) της οργάνωσης της εργασίας, (ii) του τρόπου με τον οποίο σκοπείται η εκτέλεση της εργασίας, (iii) της σειράς παροχής οδηγιών (ειδικώς σε άπειρους εργάτες), (iv) της σειράς των γεγονότων, (v) της λήψης προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και σε ποιά στάδια, (vi) του αριθμού  των προσώπων που χρειάζονται για την εκτέλεση της εργασίας, (vii) του ρόλου που θα αναλάβει ο καθένας από τους εργοδοτουμένους, (viii) και της στιγμής κατά την οποία θα εκτελέσουν τους αντίστοιχους ρόλους τους.

Καθήκο υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας.”»

Στην ίδια απόφαση, παρατέθηκε το εξής απόσπασμα, ελεύθερα μεταφρασμένο, από τη θεμελιακή επί του θέματος απόφαση General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1952] 2 All ER 110, 114:

«“Είναι, νομίζω, καλά γνωστό στους εργοδότες, και υπάρχει μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση, ότι είναι καλά γνωστό στους εφεσείοντες ότι οι εργάτες πολύ συχνά, αν όχι συστηματικά, δεν λαμβάνουν υπόψη τους κινδύνους τους οποίους συνεπάγεται η  εργασία τους. Είναι δε γι’ αυτό το λόγο που το κοινοδίκαιο απαιτεί ότι οι εργοδότες πρέπει να καταβάλλουν λογική φροντίδα να καθορίζουν ένα λογικά ασφαλές σύστημα εργασίας.  Οι εργοδότες δεν εξαιρούνται από αυτό το καθήκο από το γεγονός ότι οι εργάτες τους είναι έμπειροι και θα μπορούσαν, αν ήταν στη θέση των εργοδοτών, να εφαρμόσουν οι ίδιοι ένα λογικά ασφαλές σύστημα εργασίας. Οι εργάτες δεν βρίσκονται στη θέση των εργοδοτών. Τα καθήκοντα τους δεν εκτελούνται μέσα στην ήρεμη ατμόσφαιρα του γραφείου με τις συμβουλές των ειδικών. Πρέπει να παίρνουν τις αποφάσεις τους πάνω σε στενές βάσεις παραθύρων και άλλους τόπους κινδύνων και κάτω από περιστάσεις όπου οι κίνδυνοι σκιάζονται από την επανάληψη”».

Πέραν των πιο πάνω, ο Νομοθέτης θέσπισε σχετικό Νόμο ο οποίος προνοεί για το ζήτημα της ασφάλειας και υγείας στην εργασία και περιλαμβάνει μη-εξαντλητικό κατάλογο γενικών υποχρεώσεων των εργοδοτών. Πιο συγκεκριμένα, το Άρθρο 13 του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου του 1996 (Ν.89(Ι)/1996), στις παραγράφους (1) έως (3) προνοεί:

«13.-(1) Κάθε εργoδότης πρέπει vα διασφαλίζει τηv ασφάλεια, υγεία και ευημερία στηv εργασία όλωv τωv εργoδoτoυμέvωv τoυ:

Νοείται ότι, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την ευθύνη για συμβάντα οφειλόμενα σε ανώμαλες και/ή απρόβλεπτες συνθήκες που εκφεύγουν του ελέγχου  του  και/ή σε έκτακτα γεγονότα οι συνέπειες των οποίων δεν θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί παρ’ όλη την επιδειχθείσα επιμέλεια.

(2) Χωρίς επηρεασμό της γεvικότητας τωv υπoχρεώσεωv τoυ, πoυ αvαφέρovται στo εδάφιo (1), oι υπoχρεώσεις κάθε εργoδότη επεκτείvovται ώστε vα περιλαμβάvoυv τα ακόλoυθα-

(α) τηv παρoχή και διατήρηση εγκαταστάσεωv, συστημάτωv και μεθόδωv εργασίας τα oπoία vα είvαι ασφαλή και χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία,

(β) τις διευθετήσεις πoυ διασφαλίζoυv τηv ασφάλεια και τηv απoυσία κιvδύvωv για τηv υγεία σε σχέση με τηv χρήση, χειρισμό, απoθήκευση και μεταφoρά αvτικειμέvωv και oυσιώv,

(γ) τηv παρoχή, τέτoιωv πληρoφoριώv, oδηγιώv, εκπαίδευσης και επιτήρησης για τηv διασφάλιση της ασφάλειας και υγείας τωv εργoδoτoυμέvωv τoυ,

(δ) την παροχή και τη διατήρηση oπoιωvδήπoτε χώρωv εργασίας πoυ είvαι κάτω από τov έλεγχo τoυ, συμπεριλαμβαvoμέvωv και τωv μέσωv πρoσπέλασης και εξόδoυ, σε κατάσταση πoυ vα είvαι ασφαλείς και χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία,

(ε) τηv παρoχή και διατήρηση περιβάλλovτoς εργασίας για τoυς εργoδoτoυμέvoυς τoυ, τo oπoίo είvαι ασφαλές, χωρίς κιvδύvoυς για τηv υγεία και επαρκές όσov αφoρά τις διευκoλύvσεις και διευθετήσεις για τηv ευημερία τoυς στηv εργασία.

(στ)(i) τη λήψη των αναγκαίων μέτρων για την προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργοδοτουμένων του, περιλαμβανομένων ενεργειών για την πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, την ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση, καθώς και τη δημιουργία της απαραίτητης οργάνωσης και της διασφάλισης των αναγκαίων μέσων.

(ii) την επίβλεψη της ορθής εφαρμογής των μέτρων ασφάλειας, υγείας και ευημερίας των εργοδοτουμένων του ή και άλλων προσώπων που μπορεί να επηρεάζονται από τις δραστηριότητές του ή από τον τρόπο που διευθύνει την επιχείρησή του·

(iii) την προσαρμογή των μέτρων αυτών ανάλογα με τις μεταβολές των περιστάσεων και την επιδίωξη της βελτίωσης των υφιστάμενων καταστάσεων·

(ζ) την παροχή στους αντιπροσώπους ασφάλειας επαρκούς απαλλαγής από την εργασία χωρίς μισθολογική απώλεια, καθώς και των αναγκαίων μέσων προκειμένου να μπορούν να εκπληρώσουν τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο.

(3) Ο εργoδότης εφαρμόζει τα μέτρα πoυ πρoβλέπovται στον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού ακoλoυθώvτας τις πιo κάτω γεvικές αρχές πρόληψης:

(α) απoφυγή τωv κιvδύvωv

(β) εκτίμηση τωv κιvδύvωv πoυ δεv μπoρoύv vα απoφευχθoύv

(γ) καταπoλέμηση τωv κιvδύvωv στηv πηγή τoυς

(δ) πρoσαρμoγή της εργασίας στov άvθρωπo, ειδικότερα όσov αφoρά τη διαμόρφωση τωv θέσεωv εργασίας καθώς και τηv επιλoγή τωv εξoπλισμώv εργασίας και τωv μεθόδωv εργασίας και παραγωγής προκειμένου ιδίως να μετριασθεί η μονότονη και ρυθμικά επαναλαμβανόμενη εργασία και να μειωθούν οι επιπτώσεις της στην υγεία.

(ε) παρακoλoύθηση της εξέλιξης της τεχvoλoγίας

(στ) αvτικατάσταση τoυ επικίvδυvoυ από τo μη επικίvδυvo ή τo λιγότερo επικίvδυvo

(ζ) Ανάπτυξη μιας ενιαίας και συνολικής πολιτικής πρόληψης, η οποία να καλύπτει την τεχνολογία, την οργάνωση της εργασίας, τις συνθήκες εργασίας, τις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και την επίδραση των παραγόντων που συνδέονται με το εργασιακό περιβάλλον

(η) πρoτεραιότητα στη λήψη μέτρωv oμαδικής πρoστασίας σε σχέση με τα μέτρα ατoμικής πρoστασίας

(θ) παρoχή τωv κατάλληλωv oδηγιώv στα πρόσωπα στην εργασία.»

Το ζήτημα της ύπαρξης αγώγιμου δικαιώματος εργοδοτούμενου για εργατικό ατύχημα εναντίον ασφαλιστικής εταιρείας που παρέχει κάλυψη στον εργοδότη του αναλύθηκε, σχετικά πρόσφατα, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Τσιάκκιρου και Ιακώβου ν. Atlantic Insurance Co. Ltd., Πολ. Έφεση 117/2015, ημερομηνίας 22.11.2023, όπου αναφέρθηκε ότι:

«Όπως προκύπτει από τις σχετικές πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, διαλαμβάνεται η υποχρέωση του εργοδότη να είναι ασφαλισμένος έναντι της ευθύνης του για ατύχημα ή επαγγελματική ασθένεια σε κάθε εργοδοτούμενο του ενώ, καθόσον αφορά την ευθύνη του ασφαλιστή, αυτή περιορίζεται στην  κάλυψη του εργοδότη σε σχέση με οποιαδήποτε ευθύνη που καλύπτεται από το ασφαλιστήριο. Δεν επεκτείνεται, δηλαδή, προς όφελος του εργοδοτούμενου.»

Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Οικοδομικές Επιχειρήσεις Σ.Α. Φραντζίδης Λτδ. ν. 1. Γιώργος Παύλου 2. Σταύρος Σωτηρίου, Πολ. Έφεση 105/18, ημ. 19.7.2024, το Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη κρίση και καταμέρισε συντρέχουσα αμέλεια στον εργοδοτούμενο προβαίνοντας σε αναφορά στις αρχές που διέπουν το ζήτημα:

«Το ερώτημα είναι κατά πόσο αυτές οι πράξεις και αποφάσεις του ενάγοντα-εφεσίβλητου 1 μπορούν να τον κατατάξουν ως ένοχο συντρέχουσας αμέλειας. Στην υπόθεση Μακρίδης v. Dharaghii κ.ά. (1990) 1Α.Α.Δ. 1013 έχουν λεχθεί τα ακολούθα σε σχέση με τον καταμερισμό αμέλειας:

«Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα αν έχει αποδειχθεί αμέλεια σε βάρος των εναγομένων. Εάν η απόφαση είναι καταφατική, τότε εξετάζει με βάση το Άρθρο 57 αν ο ενάγων έχει συντρέχουσα αμέλεια. Αποφασίζει το ποσοστό της ευθύνης μεταξύ εναγομένων, από τη μια, και ενάγοντα, από την άλλη, και μειώνει το ποσό των αποζημιώσεων ανάλογα με το ποσοστό της συντρέχουσας αμέλειας του 20 ενάγοντα. Εάν επιδόθηκαν ειδοποιήσεις, με βάση το Άρθρο 64 και τη Δ.10, θ.12(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, προχωρεί στον καταμερισμό της ευθύνης και στον καθορισμό του ποσοστού της συνεισφοράς ή αποζημίωσης μεταξύ των εναγομένων.»

Στην υπόθεση Θεράπων Μιχαήλ v. Ιωάννου & Παρασκευαΐδης Λτδ κ.ά. (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1494, έχει αναφερθεί ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης συντρέχουσας αμέλειας φέρει ο εναγόμενος που την επικαλείται. Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να συμπεράνει την ύπαρξη συντρέχουσας αμέλειας από τη μαρτυρία του ίδιου του ενάγοντα ή από τα γεγονότα που στοιχειοθετούν το συμβάν, όπως διαπιστώνονται από το Δικαστήριο.

Επίσης, στην υπόθεση Βλάσιος v. Αντωνίου (1990) 1Α.Α.Δ. 815, το Ανώτατο Δικαστήριο έχει αναφέρει τα ακολούθα:

«Η συντρέχουσα αμέλεια δεν στηρίζεται στην ύπαρξη καθήκοντος του ζημιωθέντος προς τον εναγόμενο. Εκείνο που είναι αναγκαίο να αποδειχθεί όταν εγείρεται ισχυρισμός συντρέχουσας αμέλειας, είναι ότι αυτός που ζημιώθηκε δεν πήρε για τον ίδιο του τον εαυτό και συμφέρον, λογικές προφυλάξεις και συνέβαλε έτσι με την έλλειψη φροντίδας, στη ζημιά του. Δεν πρόκειται στην ουσία για υπεράσπιση, αλλά για συνθήκη δυνάμει της οποίας μειώνονται αναλογικά οι αποζημιώσεις που δικαιούται ο ενάγοντας.»».

Στην Κατσουνάρη (ανωτέρω) αναφέρθηκαν τα εξής επί του ζητήματος της συντρέχουσας αμέλειας με αναφορές στην υπόθεση Andreas Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολ. Εφ. 189/11, ημερ. 15/5/17, ECLI:CY:AD:2017:A177:

«Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη  βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης.  Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας.  Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος.  (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 ΑΑΔ 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 ΑΑΔ 629).  Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος.  Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147,  παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 ΑΑΔ 28».

Ενώ στην United Brickworks Ltd. ν. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123, αναφέρθηκαν τα εξής:

«Ο καταμερισμός της ευθύνης αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εργαζόμενο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι έχει περιορισμένη επιλογή ως προς τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία εκτελεί την εργασία η οποία του ανατίθεται. Η επιλογή, εξάλλου, την οποία εισηγήθηκε ο δικηγόρος τών εφεσειόντων ότι ο εργαζόμενος πάντα έχει να αποχωρήσει από την εργασία του, δεν είναι ενδεχόμενο το οποίο εύκολα αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος του οποίου η υλική, η οικογενειακή καν κοινωνική ευημερία εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τα οικονομικά μέσα που του παρέχει ή εργασία του.»

Στην Ταμπούρας ν Κολάνη (2008) 1Α Α.Α.Δ. 384, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε:

«Όσον αφορά ευρύτερα την επάρκεια των γενικών αποζημιώσεων που δόθηκαν είναι δεδομένη και αποδεκτή από τη νομολογία η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις για τον ανθρώπινο πόνο και την ταλαιπωρία, έχοντας υπόψη και τη σημασία των αποζημιώσεων. (A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416). Η απόδοση αποζημιώσεων πρέπει επίσης να αντανακλά και να αντικατοπτρίζει την αγοραστική αξία του χρήματος σε δεδομένη στιγμή, ώστε με εύλογο τρόπο να προσεγγίζεται τουλάχιστο χρηματικά η αποκατάσταση της ζημιάς. (Lankuttis v. Νικόλα (2002) 1 Α.Α.Δ. 1128). Βεβαίως, ορθή είναι και η άλλη διαπίστωση στη νομολογία ότι προηγούμενες αποφάσεις στα θέματα των αποζημιώσεων δεν αποτελούν κατ’ ανάγκη δεσμευτικό προηγούμενο (G & L Calibers Ltd v. Λεμεσιανού (2003) 1 Α.Α.Δ. 948), ενώ η αυξητική τάση στις αποζημιώσεις δεν αποτελεί και οδικό χάρτη για αιτιολόγηση παροχής αυξανόμενων ποσών σε κάθε περίπτωση (Σπύρος Μελάς και Ελένη Λτδ ν. Πολίτη (2003) 1 Α.Α.Δ. 590).»

Πηγή:  Christian Hanciuc Aurel ν. RC Klima Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 1176/13, 11/11/2024 cylaw.org

© 2024, Law Firm Giorgoula Stylianou LLC. All rights reserved.